απομονωτικός

απομονωτικός
-ή, -ό
κατάλληλος ή ικανός να απομονώνει: Ο απομονωτικός θάλαμος δεν ήταν σε καλή κατάσταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • απομονωτικός — ή, ό σχετικός με την απομόνωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < απομόνωση. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 από τον Βασίλειο Λάκωνα] …   Dictionary of Greek

  • φιλέρημος, -η — ο αυτός που αγαπά την ερημιά, τη μοναξιά, την απομόνωση, ακοινώνητος, απομονωτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”